convaleciente - ορισμός. Τι είναι το convaleciente
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι convaleciente - ορισμός


convaleciente      
Sinónimos
sustantivo/adjetivo
convaleciente      
convaleciente adj. y n. Se aplica a la persona que convalece de una enfermedad, lesión, intervención quirúrgica, etc.
convaleciente      
part. activo
Participio de convalecer. Que convalece. Se utiliza también como sustantivo.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για convaleciente
1. La televisión cubana ha mostrado un vídeo del presidente cubano y así acallar los últimos rumores, cada vez más intensos, sobre la delicada salud de Fidel.- AP Fidel Castro convaleciente - Tres meses sin imágenes Fidel Castro convaleciente - El César Fidel Castro convaleciente Fidel Castro convaleciente - Nueva reunión con Chávez Fidel Castro convaleciente - Pendientes de la televisión Fidel Castro convaleciente - Fidel y Hugo . Otras fotografías 1 de 12 La televisión cubana anticipa imágenes de una entrevista a Castro VIDEO - CNN+ - 05-06-2007 La entrevista al líder cubano se verá íntegramente hoy en Cuba.
2. Rojas deberá pasar la Milán-San Remo en estado convaleciente.
3. Ahora se halla convaleciente en el hospital de Terrasa.
4. El líder, convaleciente desde hace 15 meses, votó en un lugar no revelado ante un funcionario.
5. Convaleciente de una operación, elige un restaurante cercano y sin barreras arquitectónicas.
Τι είναι convaleciente - ορισμός